- χαμοβαστιέμαι
- 1. διατηρώ κάπως τις σωματικές μου δυνάμεις.2. διατηρώ ακόμη κάποια μικρή περιουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμοβαστιέμαι — Ν 1. διατηρώ κάπως τις σωματικές μου δυνάμεις 2. διατηρώ ακόμη λίγη περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμ[αι] ) + βαστώ «κρατώ»] … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek